Μετά την Απόξεση (2011), έργο με το οποίο πέρασε την τελετή εισδοχής της στη «φυλή» των δραματικών συγγραφέων, η Χαρά Σύρου επανέρχεται δύο χρόνια αργότερα με τη Σουίτα, για να εδραιώσει τη θέση της και να επαναπροσδιορίσει το πεδίο εμβέλειας της δραματουργικής της φωνής. Στο δεύτερό της έργο εγκαταλείπει την εκζήτηση του κέντρωνα, της συρραφής δηλαδή αυτούσιων ή παραλλαγμένων αποσπασμάτων από κείμενα περιώνυμων εκπροσώπων της ελληνικής και δυτικής λογοτεχνίας, με την οποία ενδεχομένως αναμετρήθηκε ο αναγνώστης στο πρωτόλειό της. Στη Σουίτα, «περιπέτεια δωματίου», όπως αναγράφεται στον υπότιτλο του έργου, στρέφεται σε εκφραστικά αμεσότερους και συνδηλωτικά πλουσιότερους τρόπους.
Εδώ, οι διακειμενικές καταβολές της περιορίζονται σημαντικά σε σχέση με την Απόξεση. Η συγγραφέας κεντά επιδέξια τον λόγο της πάνω σε αυτόν του Edgar Allan Poe, ανασημασιοδοτώντας τη λανθάνουσα νεκροφιλία του1 στην προοπτική μιας ποιητικής αποτύπωσης του μετανεωτερικού εγκλωβισμού. Στη σουίτα ενός ξενοδοχείου, μια τετραμελής οικογένεια, ο Μο, η Ζεφ και τα παιδιά τους, η δεκαεπτάχρονη Αστραία και ο δεκατετράχρονος Άβος, περνούν από την ετεροτοπία του τουριστικού θερέτρου στην α-τοπία του κενού με οδηγό τη σκέψη, το βίωμα και τη διαίσθηση, η οποία αποκαλύπτει το επίπλαστο των σχέσεων και τη δυστοκία της ανθρώπινης συνύπαρξης. Σε μια επιθετική, άλλοτε εναγώνια, κατά καιρούς υστερική, αντιπαράθεση λέξεων, τραυμάτων και προαισθημάτων ξετυλίγεται ο καμβάς των οικογενειακών συμβάσεων, η απατηλή ασφάλεια των συνευρέσεων και το επιτακτικό αίτημα για επιβίωση. Και όταν μέσα από λόγια, πράξεις και στάσεις ο επιστήμονας Μο, προφήτης και δίαυλος μιας «ανώτερης» γνώσης, και η ψυχίατρος Ζεφ με τους λεκτικούς της κεραυνούς αποδειχθούν όχι απλώς «μίμοι με του Θεού μορφή» αλλά «ανδρείκελα που βολοδέρνουνε στη γη», τότε η «σπουδαία παράσταση» της ύπαρξης βυθίζεται σε ένα αδιέξοδο, όπου «Παραφροσύνη, Αμαρτία και ντροπή είναι του έργου η πλοκή».
Οι στίχοι από το ποίημα της Λιγείας, της ηρωίδας στην ομώνυμη νουβέλα του Poe, τους οποίους αποσπασματικά ψελλίζει η φασματική φιγούρα της Αστραίας, προοιωνίζονται τη μοιραία εξέλιξη. Η νεαρή κοπέλα ως άλλη θεία Δίκη, όπως και η ομώνυμη κόρη του Δία και της Θέμιδας, γνωστή από το έργο του Ησιόδου και τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, εγκαταλείπει τα γήινα, αποκαρδιωμένη από την ανηθικότητα και την έλλειψη αιδούς, και παραδίδεται στην ανυπαρξία. Έχει προηγηθεί ο αδερφός της ο Άβος, φαινομενικά πρωταίτιος της α-τοπικής παγίδευσής τους, ουσιαστικά το «όχημα»2 για μια εκτός τόπου και χρόνου επισκόπηση και αναθεώρηση της ζωής τους. Μο και Ζεφ, εφεκτικοί στην «αδυναμία της ισχνής τους θέλησης», έκπτωτοι «θεοί» με αμφιλεγόμενο κύρος και επιρροή, συμφιλιώνονται με τον συμβιβασμό και υποτάσσονται στην τραγική τους μοίρα.
Εμποτισμένη από την παράδοση της γοτθικής μυθοπλασίας του 19ου αι. και σε γόνιμο διάλογο με την αρχαία και την ιουδαιοχριστιανική σκέψη, η Χαρά Σύρου ανατέμνει τους δεσμούς και τα δεσμά της οικογενειακής συνύπαρξης στη ρευστή νεωτερικότητα των αρχών του 21ου αι. Τα θέματα που θίγει και οι προεκτάσεις που τους δίνει μαρτυρούν μια γραφή που δεν εφησυχάζει, που αναγνωρίζει τις οφειλές της και που γνωρίζει πώς να τις διαχειρισθεί…
Σταματώ εδώ. Κάποτε και οι θεωρητικοί πειραματίζονται… όταν το κείμενο τούς εμπνέει, όταν το κείμενο τούς προκαλεί. Βάζω άνω τελεία, εκούσια. Η συνέχεια, επί σκηνής, σύντομα… Αυτή την παράσταση θέλω να τη δω και έχει όλα τα εχέγγυα να είναι αληθινά σπουδαία.
[1] Βλ. Μαρία Βοναπάρτη, Η λανθάνουσα νεκροφιλία στο έργο του Έδγαρ Πόε (Μελέτη ψυχαναλυτική), μτφρ. Άλλυ Δρακουλίδη, πρόλογος: Ανδρέας Εμπειρίκος, Αθήνα: Κορυδαλός, 1944 [= στο Σαρλ Μποντλέρ κ.ά., Έντγκαρ Άλαν Πόε, Αθήνα: Αιγόκερως, 1982, σ. 69-105].
[2] Πβ. το όνομα του ομώνυμου πλοίου από τη ροκ όπερα Juno and Avos του Alexey Rybnikov (1981). Τυχαία άραγε η σύμπτωση;